Καλοκαίρι και στο Χιώτικο παραμύθι λέμε ναι
Λαϊκά Παραμύθια που πριν αρχίσουν οι ερευνητές της λαϊκής μας παράδοσης και λαογραφίας με μολύβι και χαρτί να τα καταγράφουν για να τα σώσουν και να τα μάθουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι από άλλα μέρη κι όχι να μείνουν μόνο στην ντόπια κοινωνία, αιώνες ολόκληρους τα λαϊκά παραμύθια στην Ελλάδα αλλά και σ’ όλο τον κόσμο μεγάλωσαν γενιές και γενιές ανθρώπων μεταβιβάζοντας τους γνώσεις και διδάγματα.
Εμείς πάμε Χίο και στο βιβλίο :
Με καιρόν κρίνει ο Θεός
Και άλλα 22 παραμύθια
‘ΤΩΝ ΕΚ ΤΟΥ ΧΙΑΚΟΥ ΛΑΟΥ’/Εκδόσεις Άλφα πι /Χίος.
όπου έχουν συγκεντρωθεί 23 λαϊκά παραμύθια της Χίου που τα είχε καταγράψει ο Κωνσταντίνος Κανελλάκης.
Κωνσταντίνος Κανελλάκης: Χίος 1846- Χίος 1917. Ένας από τους πλέον αξιόπιστους λαογράφους της εποχής του. Πολυσχιδής προσωπικότητα που έγραψε την δική του σελίδα στην ιστορία της πατρίδας του της Χίου, και στην σελίδα των ανθρώπων των γραμμάτων.
23 τα παραμύθια του βιβλίου σας παρουσιάζω ένα από αυτά με δική μου προσαρμογή και επεμβάσεις στο γλωσσικό του πρωτότυπου κειμένου προσέχοντας να διατηρηθεί το ‘ύφος’ του συγγραφέα. Παραμύθι θα λέγαμε… σοσιαλιστικό… μα αναμφισβήτητα βγαλμένο από τη σοφία του λαού…
Και…
Αρχή του παραμυθιού
Καλησπέρα σας!
Ο πτωχός κι ο πλούσιος.
Κάποτε ήταν μια χήρα, τίμια και καλή γυναίκα, αλλά ήταν η καημένη φτωχιά. Ήταν όμως πολύ προκομμένη, και δούλευε μέρα νύχτα για να ζήσει τα παιδιά της.
Ήρθε όμως ένας καιρός που δεν είχε δουλειές κι η φαμελιά της πείναγε το ψωμί και ένα βράδυ δεν είχε τίποτα να της δώσει να φάει.
Σκεφτόταν τι να κάνει, και στο τέλος αποφάσισε με πολύ κόπο και με μεγάλη ντροπή, να πάει στο σπίτι ενός πλούσιου, που ήταν γείτονας της, και να του ζητήσει ότι τον φώτιζε ο Θεός να της δώσει, για να περάσουν τα παιδιά της εκείνη τη βραδιά και να μην μείνουν νηστικά.
Λοιπόν , βγήκε από το σπίτι και μια πήγαινε τα ποδάρια της εμπρός και δυο πίσω, αλλά επιτέλους πήγε κι ανέβηκε το σπίτι του πλουσίου με μεγάλη ντροπή.
Έπεσε στα γόνατα του και τον παρακάλεσε με πολύ συστολή, να της δώσει ότι τον φωτίσει ο Θεός , για να περάσουν τα παιδιά της μια βραδιά. Μα ο πλούσιος της είπε με θυμό, να ξεκουμπιστεί να φύγει από εκεί και δεν είναι υποχρεωμένος να συντηρεί τους φτωχούς.
Η δυστυχισμένη χήρα από τη μεγάλη της ντροπή βγήκε έξω από το σπίτι του και ζαλίστηκε, και κατέβηκε στον δρόμο σαν άρρωστη, και δεν ήξερε τι να κάνει και που να πάει.
Κατά τύχη, τη στιγμή εκείνη πέρασε ένας κυνηγός και σαν την είδε να στέκεται εκεί και να μην πηγαίνει ούτε πίσω ούτε εμπρός, τη ρώτησε γιατί δεν πηγαίνει πίσω ούτε εμπρός και μάλιστα νυχτιάτικα.
Αυτή στην ερώτηση του έμεινε βουβή. Πάλι την ξαναρώτησε μια και δυο φορές , κι αφού συνήλθε του είπε τότε το τι έτρεχε και των παιδιών της τον καημό.
Ο κυνηγός την έπιασε από το χέρι και της είπε πως έχει ο Θεός και την πήγε στο σπίτι της , και έψαξε την τσέπη του αλλά παρά δεν βρήκε γιατί ήταν κι αυτός φτωχός.
Έτσι την παρακάλεσε να πάει στα παιδιά της κι ας περάσουν την νύχτα όπως μπορούν.
Έφυγε ο κυνηγός και πήγε να κοιμηθεί, και σκεφτόταν γατί ο Θεός, γιατί η φύση να κανονίσει τα πράγματα του κόσμου μ’ αυτό τον τρόπο, μα πάλι ξανασκέφτηκε κι είπε πως αυτά είναι μυστήρια που τα άφησε ο Θεός για τον εαυτό του, κ’ εκείνος μόνο τα ξέρει.
Πριν να ξημερώσει, ετοιμάστηκε ο κυνηγός κι επήγε στο κυνήγι, κι γύριζε εδώ κι εκεί μα κυνήγι δεν έβρισκε.
Ύστερα σκέφτηκε να πάει σε μια σπηλιά που είχε μέσα φωλιές με αγριοπέρδικες.
Όταν έφτασε εκεί, τράβηξε μια και δυο και κάμποσες σκότωσε, και πάλι ξαναγέμισε και τράβηξε για να βγει έξω, μα ξαφνικά βλέπει μεγάλο φίδι στην πόρτα μπροστά και το φοβήθηκε.
Σκέφτηκε, με φώτιση Θεού, πως είχε στον τρουβά του δυο μπαλαρμάδες, τους έριξε στο τουφέκι μέσα, και εις το όνομα του Θεού, πυροβόλησε και οι μπαλαρμάδες του πήραν το κεφάλι του φιδιού, που ήταν τόσο μεγάλο σαν κεφάλι μικρού μοσχαριού.
Από την χαρά του, που το σκότωσε το φίδι κρέμασε το κεφάλι στο τουφέκι του, πήρε και τα πουλιά και ξεκίνησε για να πάει στης χήρας τα παιδιά.
Από το μέρος που περνούσε ήταν χωριό, και τα μικρόπαιδα καθώς είδαν το κεφάλι έτρεχαν από πίσω του.
Ύστερα έτρεξαν κι οι γονείς, να πάνε να το δουν , κι ένας στον άλλον έλεγε, πως είναι το φίδι που τους έτρωγε όλα τα ζώα τους. Κι έτσι από λόγο σε λόγο πήγε και στ’ αυτί του άρχοντα του χωριού και πήγε κι αυτός μαζί με τους άλλους να το δουν.
Αφού το είδαν και πείστηκαν ότι ήταν εκείνο το φίδι που νόμιζαν, τον ρώτησαν που και πως το σκότωσε, κι αυτός που είχε καλή και χριστιανική καρδιά τους είπε την αλήθεια.
Του είπαν τότε πως από καιρού είχαν συμφωνήσει και είχαν αποφασίσει γι’ αυτό το φίδι ότι σε όποιον το σκοτώσει θα του πληρώσουν λίρες τριάντα ως αμοιβή, και πως ήταν της τύχης του, αυτός να το σκοτώσει και θα πάρει αυτά τα χρήματα κι ας τα κάμει ότι θέλει.
Πήρε λοιπόν ο κυνηγός τις τριάντα λίρες στο χέρι, κι έτρεξε αμέσως στη χήρα, κι επάνω ανέβηκε κι έδωσε τα πουλιά στα ορφανά, κι άφησε στο τραπέζι σωστές τις τριάντα λίρες κι έφυγε.
Ύστερα από ώρα πολύ, η χήρα βρήκε τις λίρες πάνω στο τραπέζι και νόμιζε πως ήταν όνειρο, μα αφού τις έψαξε, αφού τις έπιασε καλά-καλά το κατάλαβε πως εκείνος ο ξένος ο φτωχός κυνηγός, της τις άφησε εκεί.
Τότε σκέφτηκε, πια διαφορά υπάρχει στον κόσμο, και στους ανθρώπους, κι από τους πλούσιους ως τους φτωχούς. Και πως οι πρώτοι, ως χορτασμένοι, αδιαφορούν στις ανάγκες και τις περιστάσεις των δυστυχών…
ΝΑΙ στην Ελληνική παράδοση και την λαογραφία. ΝΑΙ στα παραμύθια.!!!
Βιβλίο: Με καιρόν κρίνει ο Θεός
Και άλλα 22 παραμύθια
‘ΤΩΝ ΕΚ ΤΟΥ ΧΙΑΚΟΥ ΛΑΟΥ’/ Εκδόσεις Άλφα πι/ Χίος.
Επιμέλεια
Τασσώ Γαΐλα
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια
Υγ :
Το άρθρο ''Καλοκαιρι και στα Χιώτικα παραμύθια λέμε Ναι!!!
δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο Ενημερωτικό περιοδικό της Ικαρίας ''ΙΚΑΡΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ'' στις 28 Ιουνίου 2018, στην στήλη Πολιτισμος
Αυτο το βιβλιο θα επρεπε να υπηρχε σε καθε χιωτικο σπιτι!
ΑπάντησηΔιαγραφή