Τωρινά και περασμένα πάνω στο χαρτί γραμμένα,
την προσοχή σας δώσετε σ’ όλα τα πεπραγμένα.
Και εγώ εδώ μεγάλωσα πολλά ίσως ξεχάσω
θα προσπαθήσω σύντομα να σας διασκεδάσω.
Μέσα σε είκοσι λεπτά μπορώ να την προλάβω
μία ολόκληρη ζωή να την συμπεριλάβω.
Ας θυμηθούμ’ όλοι μαζί, αυτά που ‘χουν περάσει
μας είπανε, ακούσαμε ή έχουμε διαβάσει
Σε ότι αναφέρομε θέλω να θυμηθείτε
λάθη απ’ τα λεγόμενα ίσως και να μου βρείτε
σ’ αυτά που θα ακούσετε, κι αυτά που ‘χουν περάσει
μπορεί οι περισσότεροι να τα ‘χουνε ξεχάσει.
Παράδοση στη θάλασσα έχουν οι Συκιαδιώτες
γι αυτό και μέχρι σήμερα φεύγουνε ταξιδιώτες.
Μικρός μπαρκάρισα κι’ εγώ στο Γέρο Κωνσταντή,
στο Παντουκειός εγνώρισα το Γέρο Διαμαντή
το Αντριάς, τ’ Αντώνιος, του Χάρκα το Γιαννιός
και τ’ άμοιρο Βυζάντιο που το φαγε’ ο βυθός.
Διάσπαρτα μες το χωριό ήταν τα Καφενεία,
τώρα καλούμε εύστοχα σ’ αυτά να κάνω μνεία.
Ποιος δεν θυμάται Χαρβαγιά, του Κουτσουριά
του Πρίνου και στου Γριλιού πελάτης του
ο Διαμαντής του Κρίνου Ρεντζέου, και Μηχανικού,
Προβέντζα, κοντινοί, στο τρούλο του Χαρίλαου,
του μπάρμπα Μπιτζινή
Μια ρέγκα είχαν για μεζέ με μπόλικο στραγάλι
και το χειμώνα κάστανα ψήνανε στο μαγκάλι.
Τώρα συγκεντρωθήκανε κοντά εις την πλατεία.
στου Φάφουρα βράδυ πρωί να έχει πελατεία.
Στου Γιάννη του Πιτσονακιού εάν τον επιλέξεις
δεν ξέρεις θα ναι ανοιχτός, πρέπει να το προβλέψεις.
Εάν γουστάρεις φαγητό στην Άνεση να πας
εκεί θα βρεις θαλασσινά ολόφρεσκα να φας.
Στου Τράχωνα έχει φαί πίτες με κρομμυδάκι
ψητό χταπόδι βάλσαμο και τυλιχτό γιαπράκι.
8 Σεπτέμβρη έχουμε δικό μας πανηγύρι
μεγάλος συναγωνισμός στην Παναγιά χατίρι.
Ο Μπάλος ηλεκτρονικό, είχενε τον Κουνέλη
και ο Κουρνιώτης ξέραμε πως τον Πιτσόνη θέλει.
Να η Ζαίρα χόρευε, λικνίζοντας το σώμα
μα ο Ηλίας του Κουρλί είσαι « Νινί ακόμα ».
Ενισχυτές του Κάζδαγκλη έπαιρνε ο Τσιρδίνιας
τα όργανα τα Πυτιανά φαινόντανε της φτήνιας.
Το ξέρω πως δακρύζουμε σ’ αυτές τις αναμνήσεις.
πως; Πανηγύρι χωριανό μπορείς να ξαναζήσεις;
Έχουν αλλάξει οι καιροί πολλές οι απαιτήσεις.
μέσω του Πολιτιστικού μπορείς να το ρυθμίσεις..
Στα καφενεία του χωριού γνώρισα το μπαρμπούτι
τα ντόρτια οι άσσοι κι’ οι διπλές την ατυχία τούτη.
Με χρώμα αλεξήλιο μένει η ρετσινιά σου,
«Καλύτερα το μάτι σου παρά το όνομά σου»
Απ’ τη Συκιάδα λέγανε βγαίνουν οι χαρτοπαίκτες,
από παντού ερχόντανε γινόταν αποδέκτες.
Το Πατητήρι, ο Γερμανός στη λέσχη του Μοσχούρη,
κερδίζανε με κλέψιμο και όχι από γούρι.
Δώδεκα πέζαν άτομα γύρο εις το τραπέζι,
και το πρωί κοτόζουμο προτού ο ήλιος φέξει.
Μόνιμες θέσεις είχανε στον καφενέ του Πρίνου
το Θοδωράκι ο Λαμπής Τσιρδίνιας και ο Πετσουλός
στη θέση του Κλαρίνου.
Οι τρόποι συμπεριφοράς της πόκας ευγενείς.
όπως, ορίστε, δικαίωμα, πάσο δεν μίλαγε κανείς.
Γενιά γενιά παράδοση της τράπουλας παιχνίδια,
αφού χαρτιά συνήθιζαν να παίζουνε στα σπίτια.
Γι’ αυτό στέκια αλλάζαμε φοβόμαστε για δες,
το μπλόκο μ’ αστυνομικούς που έστελν’ ο Δεβές.
Δεκαετίες πέρασαν για να στηθεί τραπέζι,
κι έτσι η κακιά συνήθεια ξεχάστηκε το ρέζι.
Με καλαθρώπους άναβε η μάνα μου καντήλι
το βράδυ μια τσιμπλόλαμπα έκαιγε το φυτίλι.
Θυμάμαι, πώς διαβάζαμε τώρα διερωτάμε
ήλθε το ρεύμα στο χωριό στην πρόοδο τραβάμε.
Χάθηκαν τα κουτσομπολιά το βράδυ τα νυχτέρια.
το κέντημα το ράψιμο στων κοριτσιών τα χέρια.
Γελούδα έχει ν’ ακουστή χρόνια με το σεντόνι
στα σκοτεινά εθέριευε, το φως την νε σκλαβώνει.
Τώρα την τηλεόραση βλέπουμε παθιασμένοι,
εγώ με την γυναίκα μου δείχνουμε χωρισμένοι
Σε δίσκους βλέπει την Χουρέμ, μια ώρα την Ασή
τα Τούρκικα τα σήριαλ τα έμαθε φαρσί
Ονόματα των παιχνιδιών σε λίγο θ’ αναφέρω
στην μνήμη αναστάτωση και ταραχή θα φέρω.
Παιδάκια όταν είμαστε παίζαμε σκατουλάκια
τσάγκα Μαρία και κουτσό, ξύλινα τουφεκάκια
στο μπας εστήναμε γραμμή, παίζαμε μπακιράκια
χαρτάκια να’ χουν ήρωες. και μπίλιες κανελάκια.
Σήμερα βλέπεις το παιδιά τα καφεδάκια πίνουν,
πάνω στον Υπολογιστή τα ρέστα τους να δίνουν
Τηλεφωνά στα κινητά μηνύματα να στέλλουν,
E-MAIL και το FACEBOOK να κάνουν ότι θέλουν.
Χιλιάρα να ‘χουν μηχανή και γρήγορο αμάξι
με ‘να κορίτσι δίπλα τους να το κατασπαράξει,
Δύο Δραγάτες πρόλαβα τον μπάρμπα Στεφανή
με τον Κωστή το Γιώμελο και με την ΡΑΦ στολή
Επιτηρούσαν τους αγρούς σταφύλια, ελιές και σύκα
αφού το κάθε σπιτικό είχε και μια κατσίκα.
Μηνιάτικο στο Διαμαντώ ή σ’ άλλο χωριανό
να φεύγει πάντα το πρωί να ‘ρχετε βραδινό
Παραλαβή παράδοση γινόταν στα Λακκάκια
κατόπι για ματσόγαλο, ή κάνα διό τυράκια.
Ο Γένουβας , ο Καητός, ο Μπέμπης και οι τρις
κατσίκες ανταλλάξανε κι άντε να πα της βρεις.
Καθόλου δεν κοιμήθηκαν το βράδυ οι μουρλοί
τον άρμεξε η Δεσποινιώ τον τράγο του Κουρλί
Μανάβη πρωτογνώρισα της Αρετής το Γιάννη
μαζί με τον Αντώνη τους κανένας δεν τους φτάνει.
Εκτός από την ψαλτική πουλούσε ζαρζαβάτια,
το Νικογιώ με γάιδαρο γυρνούσε την πραμάτεια.
Καλύτερος ο Πατσαφλής είχενε και παράγκα.
με διό γαϊδάρους ποιο πολλά κονόμαγε τα φράγκα.
« Να ‘ταν τα νιάτα διό φορές » μας σιγοτραγουδούσε.
τον θάνατο φοβόντανε γι’ αυτό φτηνά πουλούσε.
Ο Πετσουλός συνέταιρος, μαζί με τον Πιτσόνι
πήρανε αυτοκίνητο καρπούζια να φορτώνει.
Φαίνετε στη μαναβική λεφτά πολλά κερδίζεις
και δεν χρωστάς γραμμάτια εύκολα καθαρίζεις.
Με απορία σήμερα προσπάθησα να βρω
με τόσα λίγα πράγματα χορταίναν το χωριό
Οι χωριανοί μας βάζουνε στο κήπο τους κρεμμύδια
κι απ’ τον Αρσένη, παίρνανε των Βυκιανών απίδια.
κατέφθασαν παραγωγοί που σήμερα πουλάνε,
τα δίνουνε πανάκριβα και όμως ξεπουλάνε.
Εγώ θυμάμαι στο χωριό φούρνους μονάχα δύο,
λέγαν ότι στο ψήσιμο επαίρνανε βραβείο.
Μοσχοβολούσε το χωριό Αθούλας παξιμάδι,
και του Κουρλί της Σταματούς απότριμο με λάδι.
Αφού το Καφενείο τους σε φούρνο μεταλλάζει
σοφίζεται είδη ψωμιού παράγωγα να βγάζει.
Μέχρι και σταφιδόψωμα, κανέλλας κουλουράκια,
με εκείνο που ξεχώρισε είναι «Τα τσιρδινάκια».
Μαγνητικό τηλέφωνο είχενε στου Τσαρδάρη
ο Παναής το κούρδιζε σαν ήθελε να πάρει.
Ταξίδευα πολύ κοντά εις την Αμερική
και ζήτησα τηλέφωνο να κάνω από κει.
Η ώρα ακατάλληλη κοιμάτ’ ο Παναής,
μου είπε από το κοντρόλ η Αμερικανής.
Πεθαίνοντας ο Παναής ο Πέτρος το δηλώνει,
σε λίγα χρόνια αργότερα το πήρε το Κρυώνι.
Παιδάκι βλέπω το Ζωρζή με ένα κασελάκι
αόμματος μες το χωριό και με το μπαστουνάκι,
έβλεπα πόσο εύκολα τους δρόμους ξεχωρίζει
και το ψαθί στο πλέξιμο να το διαχωρίζει.
Σε μια παράγκα πούλαγε ακόμα και λουκούμια,
κι’ ο Ψώρας το απόγευμα, ξινόγαλο στα ντρούμια.
Γοργά ο μπάρμπα Στεφανής ταίριαζε τραγουδάκια,
και ο Ροβέκκας πούλαγε Ματσάγγου τσιγαράκια.
Μόνιμο το παράπονο πάνω στο πρόσωπό του,
δεν μίλαγε δεν έλεγε ποιος είναι ο καημός του.
Στρατό στη μέση ανατολή είχε υπηρετήσει,
στο ξύλο τον ρημάξανε να μην ξαναμιλήσει.
Οι λέξεις στερεότυπες να λέει του «Μεγάλου»,
με μόνιμη παρηγοριά στην καύτρα του τσιγάρου.
Αυτός ο Γιώργης του Κοκά αυτό το παλληκάρι,
Ο Παπαστράτος έπρεπε εργάτη να τον πάρει.
Δεν τον ένοιαζε το κέρδος κάθε μέρα στη παράγκα,
ούτε δεκάρες μέτραγε δεν γνώριζε τα φράγκα.
Γυρνούσ’ ο Σταύρος του Κοριού με το ταβλά στο χέρι,
τα κανταΐφια έπρεπε πίσω να μην τα φέρει.
Άνοιγε τρύπες το Χιοχιό κι έβαζε δυναμίτες,
«Βάρδα», παιδιά φωνάζαμε να μην ανοίξουν μύτες.
Κουβαλούσε ο Ρετζέος τα σκουπίδια του χωριού,
το στειράκι της πεσέτες χειριστής του λουτρουβιού.
Ο άρρωστος εις στα χωριά μεγάλη ατυχία,
για να πετύχεις τον γιατρό θα είν’ επιτυχία
Αγροτικοί περάσανε με έδρα τη Λαγκάδα,
παλιά υπήρχ’ ο Σοφοκλής με την καφέ φοράδα.
Στην Κύπρο μαία σπούδασε, μετά στου Μαργαρώνη,
οι Συκιαδιώτες τυχεροί, γιατί δεν νιώθουν μόνοι.
Με κουτάλες ξεγεννούσε και δεν έπαιρνε δραχμή,
την πληρώνανε σε λίρες την Καλλιόπη τη Μαμή
Η μυρωδιά απ’ τη μύτη μου δεν έχει φύγ’ ακόμα,
του Χρηστικού το παγωτό σαν έλειωνε στο στόμα.
Τσίκουδα, δεντρολίβανα, ρίγανη και φλισκούνι,
πουλάει στην Απλωταριά κάθε λογίς μαντζούνι.
Μαρκόνης ο Ισίδωρος γνώριζε το ρυθμό
εις το χωριό μας έφερε και ραδιοσταθμό.
Εζήλεψε το Μανωλιώ « Γέροντας Άλφα 2 »
τον τόπο διαφήμιζαν εκπέμποντας κι’ δύο.
Ένα κουβάρι ήτανε μα γίνονταν θυσία
άριστη πληροφόρηση τύφλα να έχει η CIA
Σμαρίγκλα την φωνάζανε ποιος αγαπά και πιάνε
τα πάντα εθυμόντανε και την παραμιλάνε.
Την ΑΕΚ υποστήριζε άρεσε του Ψαρέλη
κίτρινο όλο το χωριό ξέραμε ότι θέλει.
Όπου βρισκόταν κι’ έστεκε πενούσε την ομάδα,
έπρεπε να του κάνουνε άγαλμα στη Συκιάδα
Ο Καλαγκιάς με τον Τουλό εστήνανε κλαδάκια
φλώρια , φανέτα λούγαρα επιάνανε πουλάκια.
Ο Παντελής ο Κούτικας μαζί και ο Μιχάλης
απ’ το Μπουράτσο μάθανε πως ξόβεργα να βάλεις.
Ο Κιούκιουλος ο Νικολής άρρωστος από χρόνια
τα στέκια στο Ξυλόκαστρο έδειξε του Σεντόνια.
Για τους ψαράδες του χωριού δεν έχω αναφέρει,
συγκεκριμένα μερικούς η μνήμη μου θα φέρει.
Του Κατσαντώνη την καρδιά πολλοί παραμιλούνε
όπου βρεθούν κι’ όπου σταθούν ακούς να συζητούνε.
Όταν μιλούσε το Πιπί, ο Μπούμης και ο Κούπας,
λέγαν πως ήσουν αρχηγός της αυγομένης γούπας.
«ΒΟΤΣΗ» το ονομάζανε ένα μικρό βαρκάκι,
του μπουρλοτιέρη όνομα έδωσε το Γιωργάκι.
Συχνά στο Θόλος έριχνε κομμάτια δυναμίτη,
αυτά τα ψάρια έφερνε σμπαράλια εις το σπίτι.
Το συναγρίδι κλήρωση σ’ ένα χαρτί δηλώνεις,
με πεταχτάρι το ‘πιασε του Βιόλου ο Αντώνης.
Όταν μιλάνε μόνοι τους και λεν για πυροφάνι
λένε τον Κούπα τον Κωστή κανένας δεν τον φτάνει.
Γνωρίζει σαν το σπίτι του των θολαμιών τα μέρη,
και για μουγκρί παραγγελία αν θέλεις θα σου φέρει.
Σαν πλέον πολυτάλαντο βραβεύω τον Τρουμπούνα
μπαρκάρισε και γνώρισε κι’ εκείνος τη φουρτούνα.
Εις το Βροντάδο Παπουτσής κατόπιν Ταξιτζής
ένα σεφέρι στο χωριό ήταν και Σουβλατζής.
Παντρεύτηκε και άνοιξε το CARAVEL στου Βάγια
άνοιξε Βενζινάδικο, Λέσχη χαρτιά με ζάρια.
Δεν χόρτασε εις την ζωή πάντοτε πεινασμένος,
με λεβεντιά και δύναμη ήτανε προικισμένος.
Αυτός ο μπάρμπα Δημητρός τον λέγαν «Πιστσινάρη»,
στη κατοχή εθέλησε ο Χάρος να τον πάρει.
Μιλούσανε και λέγανε τα κατορθώματά του,
ακόμα κι’ ο Κουταλιανός ελύγισε μπροστά του.
Ήτανε καλοκάγαθος ήτανε παλληκάρι
λέγανε πως ξεπέρναγε σε δύναμη λιοντάρι.
Το κουντουρούδι άριστη τροφή για το κατσίκι,
τα κοκολόγια πούλαγα να πάρω χαρτζιλίκι.
Με το Χατζή εισπράκτορα ο Πυτιανός στην ούρα
απ’ τα Παιδιά αγόραζα μικρός καμία ασβούρα.
Σινερομάντζα εύρισκες στου Γιάννη του Τσακίρη,
το Παναγάκι συντροφιά πάντοτε είχε πλήρη
Δάσκαλοι ο Νεόφυτος μαζί με τη Μαρίκα
οι μαθητές τους πήρανε εφόδια και προίκα
παρτέρια, δένδρα βάζανε μαθαίναν για τη Γη
πως βγαίνουν τα κοτόπουλα ακόμα κι’ οι λαγοί.
Για μια βδομάδα έπαιζε ο Σίμος Καραγκιόζη
τον έδιωξε ο σινεμάς κι είδε πως δεν αρμόζει
Δεν ξαναήλθε στο χωριό απώλεια μεγάλη
ποιός ξέρει αν ποτέ η Γης, Σίμο θα ξαναβγάλει.
Αγώνας να ‘ρθει το νερό από την Κοιλανή
τον Άγιο Παντελέμωνα μες τη δεξαμενή.
Μαρτύριο το κουβάλημα με στάμνες απ’ τη βρύση
διό σίκλες δικαιούσουνα όσο υπήρχε κρίση.
Μ’ αυτό το λίγο το νερό να φας να πεις να πλύνεις.
αυτά τραβούσαν οι γονείς της εποχής εκείνης.
Τώρα με τον πολιτισμό μας βάλανε ρολόγια,
που μοιάζει με ανέκδοτο που δεν χωράνε λόγια.
Εμείς με την προσωπική, να ‘ρθει το ύδωρ σπίτι
χαράτσι βάζει η ΔΕΥΑΧ μας το βγαλ’ απ’ τη μύτη.
Παπα-Γιάννης, και ο Πύρρος, ο Μιχάλης Στεφανιώρος,
στην εκκλησιά επάγγελμα υπήρχε πολύς χώρος.
Καντηλανάφτης ήτανε ο Κωνσταντής του Κάκου,
κι’ ο Πιτσινάρης δύναμη είχενε κάποιου δράκου.
Πάλευε με τα σίδερα κι’ έφτιαχνε περιφράξεις,
διαίρεση δεν ήξερε ούτε να κάνει πράξεις.
Ο Κωνσταντής ο Φουφουδάς τα πάντα κατορθώνει,
και ο Ζαννής του μπαρμπακιού κασόνια από μαόνι.
Το λουτρουβιό σταμάτησε με το βαρύ στειράκι.
και τώρα πάμε τις ελιές στου Γιώργου του Ξενέκη.
Τα στάχυα κουβαλούσανε με θημωνιές στ’ αλώνια,
και αγκαθάκια τρώγαμε τα περασμένα χρόνια.
Κομβόι το απόγευμα , πεντάωρο να φτάσεις,
στον Άγιο Παντελέμωνα , εκεί να τον γιορτάσεις.
Βρυσάκια, άγριο Ποταμό ανήφορος Κυδιάντα,
επιστροφή στην Περασιά κι’ από την άλλη πάντα.
Χάθηκε ο ρομαντισμός και η πεζοπορία,
που τα καντήλια ανάβαμε στα εκκλησάκια τρία.
Φτιάξανε χωματόδρομο πηγαίνεις με αμάξι,
το παιδικό το όνειρο κανείς δεν θα πειράξει.
Χάθηκαν επαγγέλματα του ποδαριού που λένε,
για τις ανάγκες του χωριού να φτιάχνουν ότι θένε.
Βαμβακερά παπλώματα, τροχίζανε μαχαίρια,
πετάλωναν τα ζωντανά σου λύνανε τα χέρια.
Με το καλάι τη φουφού κι’ άφθονο λυσσαντήρι,
ο κυρ Λευτέρης γάνωνε ακόμα και μπακίρι.
Στον Τρούλο πρωτογνώρισα ΤΑΧΙ του Λεωνίδα,
και την Μπαχνάρα πρόλαβα εγνώρισα και είδα.
Ακάκιος με Μερσεντές, με Πλύμουθ ο Τρουβάς
και του Χουζούρι φυσικό χατίρι μη χαλάς.
Να ‘ξερες τι θυμήθηκα στα παιδικά μου χρόνια,
του Θόλους το καθάρσιο που έτρεχε αιώνια.
Ποτήρια έπινες πολλά απ’ το ρυάκι εκείνο,
ήτανε φάρμακο καλό πάλευε τον καρκίνο.
Υπήρχαν πετροκάμινα μισοκατεστραμένα,
εκεί κρυφά τα ρούχα σου τα’ χες κατεβασμένα.
Κανένας δεν σεβάστηκε τ’ Άγιο νερό του Θόλους,
με γλίστρες το γεμίσανε και για καΐκια μόλους.
Μισή κολώνα χόραγε του πάγου το ψυγείο,
πάγο ο κυρ Νίκος φόρτωνε απ’ το Παγοποιείο.
Κρύο νερό σαν βάλσαμο στον καύσωνα προσφέρει,
στους μύλους ο μπάτης για δροσιά τρέχαμε να μας φέρει.
Το σκάσανε συγχωριανοί, εις την Αμερική,
γεράσανε κι οι πιο πολλοί πεθάνανε εκεί.
Ο Χαχόλος, ο Γκιαούρης, Χιόνα , Μαγιαρός
επιστρέψαν γεροντάκια ήλθε κι’ ο Πινός.
Να κι’ ο Γονιός, ο Μόσχος μαζί κι’ ο Καητός,
στη Γιούτα έμειν’ ο Μουσάς δεν πρόλαβε αυτός
Ευχή θα κάνω στο θεό εκεί να μην τους πάρει.
το Πουτούχος, το Τσικνάκι και τον Κώστα το Βιγάρι.
Έφυγε ο Ταταούρος πήγε στο θολοποτάμι,
εκεί πουλούσε κρέατα κάθε λογίς σαλάμι.
Ρώταγα τους χωριανούς του για την συμπεριφορά του
τα καλύτερα για κείνον και για όλα τα παιδιά του.
Κι’ ο Αντώνης ο Γιαγιούλης στα Καρδάμυλα εδρεύει,
κάθε Παναγιάς στου Μπάλου στο κατώφλι ρητορεύει.
Παροιμιώδης έμεινε στ’ αμάξι του Τρουβά.
το φίδι εις το Σαραπιώ μεγάλο τόσο Δα.
Το Μάρτη, τον Απρίλιο του Πάσχα της γιορτές,
της μαργαρίτες πέρναγαν κορίτσια στις κλωστές.
Έρωτες ξεκινούσαμε στις μυρωδιές της Φύσης,
να σε κοιτάξει, να τη δεις, μπας και την αγαπήσεις.
Μπομπάκια στο καμπαναριό στον Νάρθηκα επίσης
τ’ αυτιά σου κουφαινόντανε ως που να συνηθίσεις.
Γιατί μέσα στην εκκλησιά να πέφτουν ταρακάδε
μα με τη Χούντα χάθηκαν όλοι οι παλικαράδες.
Στου Κλάτσι ακούνε μουσική του Γιάννη του Τσαγκάρη
με το κλαρίνο απ’ απέναντι ο Μάρκος σιγοντάρει.
Ακουγόντανε να παίζουν μελωδίες με βιολί,
ο Μανώλης κι’ ο Βασίλης δεν το γνώριζαν πολλοί.
Κι ο Φραγκούλης στο μπουζούκι είχε δεξιοτεχνία,
στη γειτονιά γεννήθηκε μια νέα κομπανία.
Θα ήθελα τα λόγια μου γραμμένα σ’ ένα δίσκο
η Κουτελού θα έφερνε το θείο το Μπλινίσκο
Ζήλεψα σαν τραγούδαγε, ρεμπέτικου Ασίκη
στιχάκια για παράδειγμα για κάποια Αντρονίκη
« Όταν την επερνούσανε εξ’ απ’ τον Καφενέ
μπατέρναν τα ποτήρια και χύναν τον καφέ »
Μ’ αυτά τα λίγα λόγια μου τη ρήμα μου θα κλείσω,
του χρόνου αυτούς που ξέχασα θα σας υπενθυμίσω.
Θα πρέπει να σας κούρασα με τα λεγόμενά μου,
για όλα αυτά π’ ακούσατε απ’ τα γραφόμενά μου.
Προσωπικά κι’ ευχάριστα κάθε παράπονό σας,
διότι δεν ανέφερα κάποιο συγγενικό σας.
Ή κάποιο περιστατικό π’ άφησε ιστορία,
γι’ αυτό του χρόνου δώστε μου μια νέα ευκαιρία.
Αν με χειροκροτήσετε θα πει, πως συμφωνείτε
σύντομα πάλι στη σκηνή να βγω επιθυμείτε.
Φίλοι μου και συχωριανοί κι’ αγαπητοί μου ξένοι,
εγώ σας αποχαιρετώ το μόνο που μου μένει.
Συκιάδα 18-03-2014
Φραγκάκης Ιωάννης