Το Μπαντάρ
Αμπάς είναι το πιο νότιο λιμάνι της Περσίας στην είσοδο του Περσικού κόλπου
αμέσως μετά το στενό του Ορμούζ. Και
δεν ήταν στην εμπόλεμη ζώνη, την εποχή του πολέμου με το Ιράκ. (1980 – 1988)
Εκεί ο
Χομεϊνί ανεφοδιαζόταν με τα απαραίτητα και γιαυτό ο κόλπος, ο προστατευμένος
από τα γύρω νησιά έξω από τα λιμάνια, (το παλιό και το καινούργιο τότε), ήταν γεμάτος από
πλοία που ήταν φορτωμένα με γενικά φορτία
αλλά το πλείστο με σιτηρά περιμένοντας
μήνες τη σειρά τους να ξεφορτώσουν στο ένα από τα δυο λιμάνια. Η
παραμονή των φορτωμένων πλοίων με φορτίο σιτηρά ήταν στρατηγικό τέχνασμα των
Ιρανών που έτσι κρατούσαν ασφαλή τα αποθέματά τους σε πλοία που εύκολα και γρήγορα μπορούσαν να
καταφύγουν σε διεθνή ύδατα αν ο εχθρός έπληττε την περιοχή
Η πόλη ήταν
γεμάτη εκείνη την εποχή με πρόσφυγες κυρίως μέσης και πάνω ηλικίας από τα
βόρεια που κτύπησε ο πόλεμος και είχαν
καταφύγει στο Μπαντάρ - Αμπάς (Μπαντάρ =
λιμάνι) για να προστατευθούν να βρουν κάποια δουλειά και να επιβιώσουν. Ακόμα θυμάμαι, τα μελαγχολικά τους πρόσωπα
και τα θλιμμένα τους, μεγάλα μάτια,
.. γεμάτα αξιοπρέπεια και ευγένεια
ανατολίτικη.
Οι πιο
πολλοί από αυτούς εκτός από τα σπίτια και τις περιουσίες τους είχαν χάσει
δικούς τους ανθρώπους αλλά και παιδιά τους στον πόλεμο. Η πιο συνηθισμένη
τους δουλειά ήταν να μεταφέρουν επιβάτες
με τα φορτηγάκια τους στην καρότσα που ήταν τότε αποκλειστικό μέσο μαζικής
μεταφοράς. Και τις νύκτες κοιμόντουσαν στα αυτοκίνητα τους. Δεν είχαν σπίτι η
κατάλυμα.
Θυμάμαι
χαρακτηριστικά μια νύκτα κατά τις 11
παγιδεύτηκα εξ’ αιτίας μιας
ένοπλης συμπλοκής μαρτύρων του Ισλάμ και
βρέθηκα κάτω από ένα τέτοιο φορτηγάκι για να προστατευθώ.
Μόλις νόμισα
ότι ηρέμησε η κατάσταση γύρω στις 2 από τα μεσάνυκτα ξετρύπωσα και ξύπνησα τον ιδιοκτήτη που κοιμόταν στην καρότσα
, ζητώντας του να με πάει στο καινούργιο λιμάνι,25
χιλιόμετρα απόσταση. Ο καημένος σηκώθηκε αγόγγυστα και με πήγε στον προορισμό
μου .
Στο
δρόμο μου είπε πως έχασε δύό παιδιά του στον πόλεμο. Ήταν πρόσφυγας και κατάγονταν από τα σύνορα κοντά στη Βασόρα. Όταν μάλιστα φτάσαμε δεν δέχθηκε ούτε
πληρωμή ούτε ένα πακέτο τσιγάρα, τίποτα.
Καλοκαίρι
του 1983 λοιπόν και ήμουν
ναυτολογημένος με το Ανταίος,
φορτηγό με φορτίο 25,000 τόνους καλαμπόκι. Άρχισε η εκφόρτωση στο καινούργιο
λιμάνι. Οι εργάτες που δούλευαν στα αμπάρια και τσουβάλιαζαν το φορτίο ήταν
Αφγανοί εργάτες μετανάστες, που σε όλη τη διάρκεια της εκφόρτωσης μένανε στο κατάστρωμα του πλοίου. Η μόνη
ευκολία που τους προσφέραμε ήταν μερικά βαρέλια με γλυκό νερό για να πίνουν και
θάλασσα για να καθαρίζουν το κατάστρωμα και να πλένονται. Δούλευαν με βάρδιες .
Αυτοί που δεν είχαν βάρδια κοιμόντουσαν ανάμεσα
στα στόμια των αμπαριών (κουβούσια) πάνω σε χαρτόνια και τσουβάλια η όπου αλλού μπορούσαν να βρουν λίγη δροσιά.
Πάρα πολλοί από αυτούς ήταν αλύτρωτοι χωρίς επίσημα χαρτιά και δούλευαν για ένα
πιάτο φαί. Κάτω στην προβλήτα οι
φορτηγατζήδες με μεγάλα φορτηγά έπαιρναν
το φορτίο και το πήγαιναν σε διάφορους προορισμούς. Είχαν κι αυτοί σπίτι τους το φορτηγό και μερικοί
από αυτούς είχαν μαζί για παρέα και
παρηγοριά ένα η δύο παιδιά τους αγόρια
ηλικίας 8 έως 12 χρονών.
Μια νύκτα
κατά τις τρείς τα ξημερώματα μια ασυνήθιστη φασαρία στην προβλήτα με ξύπνησε
Νόμισα ότι κάποιο πρόβλημα εμφανίστηκε
στις μπιγες που ξεφόρτωναν. Κατέβηκα στο κατάστρωμα και βλέπω τον υποπλοίαρχο
ανάστατο μαζί με τον στοιβαδόρο και ένα
οδηγό φορτηγού ο οποίος έκλαιγε γοερά σαν μωρό.
Τι έγινε,
τον ρώτησα. « Τούτος ο δύστυχος ο οδηγός ψάχνει το παιδί του ένα αγόρι 11 χρονών
από το μεσημέρι και δεν το βρίσκει» μου απάντησε. Σε λίγο ένα τζιπ της
στρατιωτικής αστυνομίας έφθασε με επικεφαλής έναν αξιωματικό και η νύκτα πέρασε
με ανακρίσεις και τα σχετικά.
Το γραφείο
του πλοίου άνοιξε και με την παρουσία και του πλοιάρχου και του λιμενάρχη που ήρθε λίγο αργότερα με τη συνοδεία του, έγιναν, από την πλευρά
μας, όλες οι τυπικές διαδικασίες , σχετικές ανακρίσεις και έρευνες.
Το πρωί
ήρθαν τα φρικτά και τραγικά νέα. Το παιδί,.. βρέθηκε νεκρό και
κακοποιημένο σεξουαλικά,.. μερικά
χιλιόμετρα προς την έρημη πλευρά του
λιμανιού.
Κατά τις 10
το πρωί μια ομάδα στρατιωτικών αστυνομικών εμφανίστηκε ανέβηκε στο κατάστρωμα και διάλεξαν στην τύχη δυο Αφγανούς από κάθε
αμπάρι. Τους κατέβασαν από το πλοίο και μπροστά στα μάτια μας τους σκότωσαν με
τα όπλα τους πίσω από τις αποθήκες του φορτίου . Στη συνέχεια τους φόρτωσαν σα
τσουβάλια πάνω σε ένα καμιόνι και φύγανε.
Το κλίμα
βάρυνε αφόρητα. Όλοι οι οδηγοί ήταν απαρηγόρητοι και έκαναν ότι μπορούσαν να συμπαρασταθούν
τον τραγικό πατέρα που παρά την απώλεια
του παιδιού του δεν είχε καμιά άλλη επιλογή εκτός από το να πάρει το φορτηγό του και να φύγει
για τον προορισμό του. Με τι καρδιά ο
δύστυχος.
Οι Αφγανοί
είχαν τα κεφάλια σκυμμένα και περπατούσαν βαριά, λες και ήταν φορτωμένοι με δυο
τσουβάλια καλαμπόκι . Αν κατάφερνες να δεις τα μάτια τους είχες την εντύπωση
πως έβλεπες γυαλιστερή πορσελάνη που προσπαθεί να γίνει ανθρώπινο μάτι που έχει
ανάγκη να δακρύσει. Μα δεν το αφήνει να
δακρύσει,.. μια αδυσώπητη αξιοπρέπεια.
Κατά τις
δέκα το βράδυ σταμάτησε η εκφόρτωση γιατί δεν ήρθαν άλλα φορτηγά. Και όπως έπεσε ησυχία άκουσα μέσα
στη νύκτα από την πλώρη μεριά μια γλυκιά ανατολίτικη μουσική και τραγούδι. Διακριτικά πλησίασα στο
σκοτάδι χωρίς να γίνω αντιληπτός μέχρι που το αυτί μου εστίασε καθαρά τη
μουσική και το τραγούδι. Το όργανο που άκουγα έπαιζε πολύ γλυκά, σα να κράταγε
απ’ το χέρι έναν βαρύ καημό. Ήταν σα να
έπαιζε ένα είδος βιολιού μόνο που είχε πιο αδύνατο ήχο και έπαιρνε χαραχτήρα
από το συναίσθημα και τον καημό αυτουνού
που έπαιζε.
Ήταν κι η
ψυχή μου βαριά, που ο παραπονιάρικος και νοσταλγικός ήχος του οργάνου και των
τραγουδιών με έκανε να δακρύσω και να κλάψω στο σκοτάδι.
Δε θυμάμαι
πόση ώρα έμεινα εκεί ακούγοντας πριν πάω
στην καμπίνα μου για ύπνο.
Εκεί προσευχήθηκα με δάκρυα για το αδικοχαμένο
παιδί για τον πονεμένο κι απαρηγόρητο πατέρα για τους
αδικοσκοτωμένους χωρίς δίκη
μετανάστες όλοι τους προϊόντα και θύματα
της τυφλής ανθρώπινης σκοπιμότητας και
σκληρότητας.
Το πρωί
έκανα μια βόλτα στο κατάστρωμα και σε ένα σημείο βλέπω κάποιον που κοιμόταν και δίπλα του, ένα,αυτοσχέδιο όργανο… μονόχορδο.
Το ηχείο του
ήταν από έναν γκαζοτενεκέ του γαλονιού
του ελαιόλαδου. Το μπράτσο του
ήταν από ένα κομμάτι σκουπόξυλο.
Το δοξάρι ήταν ένα κομμάτι εύκαμπτο
ξύλο από καφάσι και η τρίχα του
ήταν από σουλάτσο κάβου (ψιλό σχοινάκι). Η
χορδή του ήταν μια από τις παλιές
χορδές που πέταξα,.. όταν άλλαξα πριν μέρες
χορδές στο μπουζούκι μου.
Μανώλης
Φύσσας
\
Έκλαψα! !!! Τώρα τελευταία κλαίω πολύ και για πολλά! !! Τόσες αδικίες πως να τις αντέξεις? ??
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυτυχια Προυσανιδου
Την καλημέρα μου Μανωλη να έχεις την υγειά σου.
ΑπάντησηΔιαγραφή«Εάν τρέμεις από αγανάκτηση για κάθε αδικία, τότε είσαι σύντροφος μου».
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα λόγια ανήκουν στον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, το αιώνιο σύμβολο της επανάστασης, της αυτοθυσίας. Τον άνθρωπο που ενέπνευσε και συνεχίζει να εμπνέει χιλιάδες γενιές και κυρίως όσους έχουν μάθει να αγωνίζονται για το κάθε τι στη ζωή τους και να μην τα παρατούν ποτέ.
Πρώϊος Ιωάννης Στέφανος
Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις σχόλιο σε μια τέτοια ιστορία . !!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήMarkella Kyros
ΑΝ ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΑΣ !! ΑΠΟ ΤΑ=ΓΕΝΝΟΦΑΣΚΙΑ ΜΑΣ !! ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΛΥΨΟΥΜΕ ΤΙΣ=ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΜΑΣ !! ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΗΜΕΝΟΥΣ !!!>ΤΟΥΣ>>>ΛΑΘΡΟΜΟΥΛΟΕΙΣΒΟΛΕΙΣ !!!!! ΑΣ ΧΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΑ ΤΣΑΝΑΚΙΑ ΜΑΣ !!!!!!>ΑΠΟ ΤΩΡΑ !!! ΚΑΠΕΤΑΝ=ΚΑΡΙΑΜΑ !!!!>ΣΤΟΥ ΔΙΑΟΟΛΟΥ ΤΗΝ ΜΑΝΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ !!!!>ΟΙ=ΛΑΘΡΟΜΟΥΛΟΙ ΣΟ!!!>ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΕΙΣ=ΣΠΙΤΙ=ΣΟΥ !!!!>ΑΝΟΙΧΤΑ ΚΙ ΑΝΤΡΙΚΙΑ !!! ΟΧΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΨΥΧΕΜΠΟΡΙΕΣ !!!!!!!!>ΝΑ ΤΟΥ ΠΕΙΣ ΑΥΤΟΥΝΟΥ !!!>ΤΟΥ=ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ=ΜΑΛΑΚΑ !!!!!>ΓΙΑΤΙ// ΔΕΝ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ??? ΓΙΑ ΤΟΣΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΣΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ /// ΣΦΑΓΜΕΝΟΥΣ=ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΥΣ ????>ΝΤΡΟΠΗ ΣΑΣ !!!! ΕΣΕΝΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΦΙΛΟΞΕΝΕΙΣ !!!>ΚΙ ΑΥΤΟΝ=ΠΟΥ ΓΕΜΙΖΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΣΑΡΟΛΛΑ ΤΟΥ !!!!!>ΚΑΤ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟΝ!!! ΝΤΡΟΠΗ ΣΑΣ !! ΚΑΙ=ΦΤΟΥ !!!! ΣΑΣ !!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήGiannis Chryssoulas
Αγαπητέ Μιχάλη Καλημέρα,
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε συνέχεια της αναφοράς της ιστορίας που σου είχε διηγηθεί ο Πατέρας μου, παρακάτω καταγράφω πώς τη θυμάμαι εγώ από αναφορές του και σε συνδυασμό καταγραφής που βρήκα από τον ίδιο.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, γύρω στο 1941, (16 ετών) για άλλη μια φορά πήγε στα Λιμνιά για ψάρια. Όμως, μικρός καθώς ήταν, δεν πρόφθασε να πάρει γιατί τα πρόλαβαν οι πιο καπάτσοι και θα έμενε εκεί δύο – τρεις μέρες για να ξαναβγούν οι τράτες.
Μια από τις μέρες της παραμονής του εκεί η μητέρα του, του έστειλε με κάποιο χωριανό ένα κουτάκι του γλυκού με τρεις - τέσσερεις κουταλιές ρεβύθια βραστά με το ζουμί τους.
(Τα ρεβύθια αυτά υπήρχαν στο σπίτι από άλλη «επιχειρηματικότητά του» όταν μαζί με τον μπάρμπα του τον Αντώνη, αδελφό της μάνας του, είχαν πάει στα Κατώχωρα και πούλησαν γουρούνια και αντί για χρήματα, ως αντάλλαγμα, πήραν ρεβύθια)
Άνοιξε λοιπόν το κουτάκι και εκείνη την ώρα βγήκε και η τράτα και έβγαλε μερικά ψάρια, γόπες όπως θυμόταν. Άφου πήρε ένα ψάρι άναψε δυο φρίγανα εκεί στην παραλία το έψησε το ξεκοκκάλισε, το βούτηξα στη θάλασσα για να αρμυρίσει και το ανακάτεψε με τα ρεβύθια. Τραβήχτηκε λίγο πιο μακριά και με το κουταλάκι του γλυκού που του είχε στείλει η μητέρα του, άρχισε με λαιμαργία να τρώει.
Ένα βολισσιανάκι, τον πήρε χαμπάρι και ήλθε από πίσω του και κοίταζε και όπως εκείνος έτρωγε αυτό ξεροκατάπινε. Δεν γύρισε να το δει. Αφού έβλεπε –το βολισσιανάκι- ότι τελείωνε το υποτιθέμενο φαγητό, το άκουσε να του λέει. «φίλε είναι καλά έτσι τα ρεβύθια με το ψάρι;» Τότε γύρισε και βλέποντάς το λαχταρισμένο του έδωσε μια κουταλιά. Όπως θυμόταν χαρακτηριστικά, το «πήγε κάτω» σαν ασπιρίνη. Αυτός πρέπει να ήτανε τότε μικρός ο Στέλιος Χαρτουλάρης.
Υ.Γ Επισυνάπτω και την ιδιόχειρή του καταγραφή όπου στο τέλος της αναφέρει: «Αυτά και πολλά άλλα. Έχω και «πάρκινσον» και δυσκολεύομαι να γράψω….»
Μ.Δ.Π