Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

ΘΑ ΤΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΚΟΚΑΛΑ ΤΟΥ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΚΑΡΑΣΟΥΛΗΣ

(Θα τρίζουν τα κόκαλα του)
Τακτοποιώντας το αρχείο μου (που δεν έχει τελειωμό)  βρίσκω ένα άρθρο μου για τον Πατέρα μου και τη σχέση του με το ΕΑΜ, με ημερομηνία 18 Οκτωβρίου 2006. Το αντιγράφω,  ως έχει  για δύο λόγους :
  1)   διότι οι φίλοι του, αείμνηστοι Παναγιώτης Καρασούλης και Αντώνης Γλύκας, και οι δύο στελέχη της Αντίστασης (επεξηγώ για τους αδαείς), ορκίζονταν στο όνομα του, και
   2)   διότι και στη Χούντα υπήρχαν λογικοί άνθρωποι !..
Διαβάστε λοιπόν :
Αγαπητέ αναγνώστη,
Ξεκινώντας να γράψω λίγες αράδες για την
αντιστασιακή ιστορία ιστορία του Πατέρα μου, μετά την επιμονή του Καπετάν Μιχάλη του Καριάμη, κάνω  μια δήλωση αντιγράφοντας αυτά που παλαιότερα είπε ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής : «Υπάρχουν πράγματα που λέγονται και δεν γράφονται, και πράγματα που γράφονται και δεν λέγονται». Τη λέξη «Πατέρας» τη γράφω με το «Π» κεφαλαίο από σεβασμό στη μνήμη του τα δε εισαγωγικά στη λέξη «αντιστασιακός» τα βάζω, διότι αντίσταση δεν έκαναν μόνο όσοι κράτησαν όπλο, αλλά και πολλοί άλλοι. Είτε με την πένα τους, είτε με διαφόρους άλλους τρόπους, π.χ. με το να εφοδιάζουν τον άμαχο πληθυσμό ή και τους ενόπλους και να τους κρατούν ζωντανούς. Ακόμα δηλώνω ότι γεννήθηκα στις 02 – 11- 1941  κι έτσι αυτά που γράφω τα άκουσα από ιστορίες είτε των δικών μου, είτε της ευρύτερης Χιακής κοινωνίας. Ξεκινάω λοιπόν με ένα προσωπικό βίωμα και σας παρακαλώ να μη με κατατάξετε ούτε στους  χουντικούς, ούτε στους αντιστασιακούς.
Λοιπόν. Χρόνος : τέλος του ’69, αρχές του ’70.  Τόπος : Α΄ Χειρουργική Κλινική  του Πανεπιστημίου Αθηνών – Λαϊκό Νοσοκομείο – Αθήνα. Το όνειρο του κάθε Εσωτερικού Βοηθού, του γιατρού δηλαδή που έχοντας τελειώσει ειδικότητα έκανε υπεύθυνη βάρδια στην εφημερία και εκτελούσε όλη (σχεδόν ) τη  «γκάμα» των χειρουργικών επεμβάσεων, ήταν να γίνει πανεπιστημιακός. Να κάνει δηλαδή παράλληλα με τις χειρουργικές επεμβάσεις και μαθήματα στους φοιτητές. Ήμουν παντρεμένος, είχα τον πρώτο ου γιο και ήμουν ο νεώτερος χειρουργός (με ειδικότητα) εκείνα τα χρόνια (28 ετών ήμουν χειρουργός). Είχα λοιπόν όλα τα «φόντα» για να διορισθώ, λογάριαζα όμως χωρίς … τον ξενοδόχο. Που εν προκειμένω ξενοδόχος ήταν η Ασφάλεια Αθηνών, από την οποία  θα έπρεπε να πάρω το «Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων» (οι νεώτεροι δεν … το πρόλαβαν, ευτυχώς)
Ένα πρωί, χτυπάει το τηλέφωνο στο γραφείο του Προϊσταμένου μου, τον αειμνήστου Καθηγητού Νικολάου Χρηστέα, του ανθρώπου που άφησε τη «στάμπα» του στη χειρουργική και νοσήλευσε με την ίδια αγάπη και το ίδιο πάθος όλο τον κόσμο, πλούσιους και πτωχούς , και αριστερούς (Ηλία Ηλιού) και δεξιούς μέχρι τα στελέχη και τους συνεργάτες της Χούντας, και από τον κλητήρα του νοσοκομείου μέχρι το φίλο του Αριστοτέλη (Τέλη όπως τον έλεγε) Ωνάση, ΧΩΡΙΣ ΠΟΤΕ ΝΑ ΛΥΓΙΣΕΙ ΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ.
Εκείνο το πρωινό λοιπόν χτυπάει το τηλέφωνο στο γραφείο του Καθηγητού και μου έρχεται το μήνυμα : «Κύριε Τριπολίτη, σας ζητάμε στην Ασφάλεια». Πράγματι, τα μαζεύω και με πολλά ερωτηματικά στο μυαλό μου, κατευθύνομαι στο κτίριο της οδού Μπουμπουλίνας, όπου ήταν τότε τα γραφεία της Ασφάλειας Αθηνών, διερωτώμενος τι έκανα και με ζητάνε. Δεν ζήτησαν ποτέ κανένα στην Ασφάλεια, ακόμα και τώρα, για να του δώσουν … παράσημο! Κατά τα άλλα δεν είχα «μπλέξει» και πουθενά … Βέβαια είχα – και έχω – μεγάλη γλώσσα και ίσως να έθιξα τους τότε κρατούντες σε κάποια συζήτηση … Μονολογούσα, σκεπτόμουν και διάβηκα την πόρτα της Ασφάλειας. Ρωτώντας έμαθα ότι με ζητούσε ο κ. Πούλιος ή Πουλής (δεν θυμάμαι το ακριβές όνομα) στο τάδε γραφείο.
Το γραφείο ήταν σαν όλα τα γραφεία των ανακριτών που βλέπουμε στον κινηματογράφο : γυμνό, με ΄ένα τραπέζι στη μέση, ένα φως στο ταβάνι, ένα ακόμα φως στο γραφείο, μια καρέκλα να (με) περιμένει και ένα ανέκφραστο μεσήλικα ανακριτή με αρχόμενη φαλάκρα και γυαλιά (σκούρα). Με χαιρέτησε νάλλον ευγενικά και μου έκανε νόημα να καθίσω. Αφού με ρώτησε πως με λένε και πόσο χρονών είμαι, με ρώτησε ακολούθως τι (τον) είχα τον Καπετάν Γιάννη Τριπολίτη. Του είπα βέβαια ότι ήταν Πατέρας ου και η επόμενη ερώτηση ήταν : «Το ξέρεις ότι ήταν στο ΕΑΜ»; «Και βέβαια», του απήντησα με θάρρος. «Και ποιος δεν ήταν στο ΕΑΜ, με την ευρεία και σωστή έννοια του όρου και όχι του ΕΑΜ που εποδηγετείτο από το Κ.Κ.»; Μεσολάβησε παύση και μετά είπε  : «Και τώρα που είναι τώρα ο πατέρας σου»; «Πέθανε το 1964», του απάντησα.
Το πρόσωπο του μέχρι τότε ψυχρού ανακριτή μου έδειξε έκπληκτο και τον άκουσα να μονολογεί : «Βρε παιδάκι ου, την εποχή του ΕΑΜ ήσουν 3 – 4 χρονών», ο πατέρας σου πέθανε προ επταετίας, κι εγώ τώρα σε ανακρίνω για το τι έκανε ο πατέρας σου το 1940 – 45 … Μήπως τρελαθήκαμε όλοι μας»; Και γυρίζοντας σε μένα συνεχίζει : «Άκου να σου πω … το παρελθόν του πατέρα σου θα σε ακολουθεί σε όλη ου τη ζωή.  (Σημείωση δική μου : και με ακολουθεί). Αυτό που μπορώ μα κάνω είναι να σου καθαρίσω τα χαρτιά σου για να μπορέσεις να διοριστείς στο Πανεπιστήμιο! … Αυτή η διαδικασία είναι χρονοβόρα και σου συνιστώ να κάνεις υπομονή. Θα καθαρίσω τα χαρτιά σου όσο μπορώ πιο γρήγορα»! Πράγματι σε δυο μήνες (Φεβρουάριος του 1970) διορίστηκα στο Πανεπιστήμιο (βοηθός Καθηγητού) όπου παρέμεινα μέχρι το 1976*. Πολλές φορές λέγω για τον «ανακριτή» μου : Ο Θεός να τον έχει καλά (αν ζει) και ο Θεός να τον συγχωρέσει (αν πέθανε)! …
Χρησιμοποίησα μάλλον μακρύ πρόλογο θέλοντας να βάλω τον αναγνώστη στο πνεύμα της – τότε – εποχής, σε σύγκριση με τα αμέσως μεταπολεμικά εμφυλιοπολεμικά μίση και τα τωρινά συντροφοσυναδελφικά μαχαιρώματα, που προφανώς – δυστυχώς – δεν θα λείψουν ποτέ από εμάς τους Έλληνες (λόγω γονιδίων και  … μοριακής βιολογίας).
Επανερχόμενος στο θέμα ας θα δηλώσω ότι αυτά που γράφω τα άκουσα, διότι λόγω ηλικίας δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα …
Γεννήθηκα λοιπόν στις 2 Νοεμβρίου του 1941. Οι πατεράδες μας (απο)κλείστηκαν με τον πόλεμο σπίτια τους και οι γυναίκες τους γεννοβολούσαν (δεν υπήρχε τότε και … τηλεόραση)! Η πείνα ιδίως στα αστικά λεγόμενα κέντρα, σκότωνε ανθρώπους. Ο Βροντάδος, μια μικρή κωμόπολη με υποτυπώδη γεωργία και κάποια αλιεία, λιμοκτονούσε. Τα διάφορα είδη που οι ναυτικοί είχαν φέρει από την ξενιτιά επωλούντο στα Νοτιόχωρα κυρίως, αντί πινακίου φακής (κυριολεκτικά). Το Ρώσικο σερβίτσιο του τσαγιού που είχαμε σπίτι, και το δέρμα της πολικής (άσπρης) αρκούδας, έγιναν κουκιά, λάδι, παξιμάδια και ρεβίθια. Αν είχες κάποια κότα ήταν σαν να είχες  … βαπόρι.
Κάποια στιγμή όλα τέλειωσαν. Κάτι έπρεπε να γίνει … Κάποιοι (στο ΕΑΜ;;;) σκέφθηκαν να φέρουν σιτάρι από περιοχές που περίσσευε. Μια τέτοια περιοχή ήταν η Χαλκιδική, Το πλοίο που προσφερόταν για τη μεταφορά ήταν του Μιχάλη του Κωστάλα, του επονομαζόμενου, λόγω του ότι αψηφούσε τον κίνδυνο προφανώς, με το … κοσμικό επίθετο «Δαίμονας». Καπετάνιος στην επιχείρηση (λόγω … ανοικτού πελάγους) ορίσθηκε ο Πατέρας μου … 
Σχέδιο Συλλογή ρουχισμού (άφθονος λόγω του επαγγέλματος του ναυτικού, ο οποίος ρουχισμός όμως δεν τρωγότανε). Στάση στη Μυτιλήνη, αλλαγή των ρούχων με δοχεία λάδι, κάλυψη του φορτίου (το οποίο ήταν πολύτιμο) με αλάτι, μεταφορά του λαδιού στη Χαλκιδική, ανταλλαγή με αλεύρι (σιτάρι;) και επιστροφή. Η διανομή στην επιστροφή γινόταν όσο πιο ακριβοδίκαια ήταν δυνατό (χωρίς να λείπουν κα τα … παρατράγουδα) και η ζωή συνεχιζόταν. Μια καλή μερίδα σιταριού έπαιρνε ο τοπικός Αστυνόμος για να κάνει τα στραβά μάτια.
Το ταξίδι αυτό δεν γνωρίζω πόσες φορές έγινε, ξέρω όμως ότι στη Χαλκιδική άφησε την τελευταία του πνοή ο  αείμνηστος Λευτέρης Τριπολίτης, σε άλλο καΐκι, με άλλη παρέα.** Επίσης ξέρω ότι σε ένα από τα πιο πάνω ταξίδια ο Πατέρας μου και η παρέα του υποβλήθηκαν σε έλεγχο (νηοψία) από περιπολικό με μικτό πλήρωμα (ελληνικό και γερμανικό). Ο κυβερνήτης του περιπολικού τοποθέτησε δύο ενόπλους φρουρούς στο καΐκι με την εντολή να το οδηγήσουν πίσω στη Θεσσαλονίκη. Οι δικοί μας κάποια στιγμή τους αφόπλισαν και σκέφθηκαν να τους πετάξουν στη θάλασσα. Οι πιο ψύχραιμοι όμως αποφάσισαν να τους αφήσουν σε κάποια έρημα παραλία.
Πράγματι επέστρεψαν στη Χίο ζωντανοί, πλην όμως οι Γερμανοί τους είχαν επικηρύξει. Μεγάλη ήταν η έκπληξη του αείμνηστου Σταύρου Μπουρλώτου. Διευθυντού της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κρήτης, όταν διάβαζε στις εφημερίδες της εποχής : «Το πειρατικό ντιζελόπλοιο (δεν θυμάμαι το όνομα του σκάφους) υπό τον Πλοίαρχο Ιωάννη Τριπολίτη» να συλληφθεί στο πρώτο λιμάνι που θα εισέλθει». Ο συχωρεμένος Σταύρος Μπουρλώτος, πρώτος εξάδελφος του Πατέρα μου, έλεγε- τότε- στον κύκλο του : «Ε, όλα τα περίμενα. Το ότι όμως θα γινότανε ο ξάδελφος μου πειρατής, δεν το περίμενα …» !
Με την επάνοδο στη Χίο η ζωή του Πατέρα μου συνεχίστηκε παίζοντας το κρυφτούλι με τους Γερμανούς, οι οποίοι έρχονταν κάθε τόσο για έρευνα στο σπίτι μας. Ο Πατέρας μου ειδοποιημένος εγκαίρως από τον Αστυνόμο, έφευγε από το σπίτι και κρυβότανε (ξάπλωνε) μέσα στα σπαρτά μέχρις ότου περάσει η μπόρα μέχρις ότου φύγουν δηλαδή οι Γερμανοί. Εγώ θρεφόμουνα κακήν κακώς πάσχοντας από «εντερικά». Το φαγητό ου ήταν κουκιά φάβα (όταν βρισκόταν). Ρόδια και γάλα όνου (γαϊδουρόγαλα δηλαδή ). Όταν φάνηκαν οι πρώτοι Εγγλέζοι, ένας απ΄ αυτούς με πήρε στην αγκαλιά του κι έβαλε το χέρι μου στον κόρφο του απ΄ όπου έβγαλα μια σοκολάτα την οποία δεν ήξερα τι να την κάνω (δεν είχα ξαναφάει σοκολάτα). Από τότε μίσησα τη φάβα και έκανα χρόνια να την ξαναφάω !...
Με την απελευθέρωση ο Πατέρας μου βρέθηκε Λιμενάρχης Χίου, με Αστυνομικό Διευθυντή τον Αντώνη Γλύκα. Είχε την πρόνοια να μη διώξει τον (κυβερνητικό) Λιμενάρχη, διότι όπως του είπε ο ίδιος (ο Πατέρας μου δηλαδή) δεν είχε τη σχετική πείρα. Ίσως αυτή η λεπτομέρεια τον βοήθησε να μην υποβληθεί εκδικητικά από τους «αντιπάλους» κυβερνητικούς σε στέρηση διπλώματος, κι έτσι μπόρεσε να (ξανά)ταξιδέψει μεταπολεμικά (πολλοί «αριστεροί» έχασαν τη δουλειά τους για κάμποσα χρόνια). Στη θέση του Λιμενάρχη δεν έμεινε για πολύ : Βλέποντας κάποιες υπερβολές που έκαναν μερικοί «Βασιλικότεροι του Βασιλέως» παρητήθη (νομίζω ότι για τον ίδιο λόγο παρητήθη και ο Αντώνης Γλύκας).
Ο Πατέρας μου ήταν θρησκευόμενος άνθρωπος χωρίς να είναι θρησκόληπτος. Του άρεσε να ψάλλει με την μπάσα και φάλτσα φωνή του κι έλεγε αστειευόμενος ότι θα γίνει παπάς μόλις συνταξιοδοτηθεί. Δεν πρόλαβε όμως : Πέθανε σε ηλικία 68 ετών (μετά από εγχείρηση προστάτου, από πνευμονική εμβολή στο Νοσοκομείο των Φράγκων Θεσσαλονίκης). Πρόλαβε όμως να μου δώσει την ευχή του … !
Μετέφερα το νεκρό με τη βοήθεια του αδερφικού φίλου μου και συναδέλφου του Σιδερή του Καστάνια και τον θάψαμε στην αγαπημένη ενορία του (Παναγιά Ερυθιανή).
Κατά καιρούς έκανα προσπάθειες να αναγνωρισθεί η αντίσταση  του (με το δικό του τρόπο) στον Κατακτητή … Νομίζω ότι έσωσε τη ζωή και την αξιοπρέπεια πολύ περισσότερων ανθρώπων από άλλους που έκαναν χρήση όπλων.  Ο ξάδερφος Καπετάν Γιώργης Καλαγκάς έκανε πρόταση επί Δημαρχίας Αριστείδη Ζανίκου να ονομασθεί κάποιος δρομίσκος με το όνομα του . Ακόμα περιμένουμε…  Οι φίλοι του Αντώνης Γλύκας και Παν. Καρασούλης, με κάλεσαν  μερικές φορές σε κάποιες εκδηλώσεις και ε αντιμετωπίζουν με αγάπη σαν γιο του Καπετάν Γιάννη. Όμως αρκεί αυτό ; Σελίδες της ιστορίας θα χαθούν και θα σβήσουν μόλις χαθούν κάποιες γενιές. Ποιος θα θυμάται τον Καπετάν Γιάννη Τριπολίτη λίγα χρόνια μετά ;
Και καταλήγω με το αιώνιο παράπονο μου, αφού παρουσιάσω σε φωτογραφία την ονοματοθεσία ενός μικρού δρομίσκου στην περιοχή μεταξύ «Παντελάκη» και «Γούβι».



Και βέβαια χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω την προσφορά του  θείου μου του Σταύρου Μπουρλώτου στην αντίσταση των Κρητικών (μόνιμος κάτοικος Ηρακλείου Κρήτης), διερωτώμαι : Τι θα κόστιζε (τι θα στοίχιζε) στο Δήμο Χίου η ονομασία ενός δρομίσκου με τα ονόματα Ιωάννη και Λευτέρη Τριπολίτη; Ο Καθένας προσέφερε με τον τρόπο του στην επιβίωση των Χίων της εποχής τους τη στιγμή που όλοι – οι περισσότεροι – ήταν καθισμένοι στα ζεστά τους περιμένοντας την εξ ουρανού βοήθεια. Η γενιά μας σβήνει, χάνεται σιγά – σιγά, και σε λίγα χρόνια ποιος θα θυμάται αυτούς που κινδύνεψαν κι αυτούς που χάθηκαν για να επιβιώσουμε εμείς;

Αγαπητοί μου αναγνώστες,
Είναι περιττό να επικαλεστώ το «χάλι» μας, που έχομε φθάσει. Σήμερα κατεβάζομε τα εικονίσματα από τις σχολικές  αίθουσες, αλλοιώνομε την ιστορία μας, αφαιρούμε την προσευχή από τα σχολεία μας, αύριο τι «μέλλει γενέσθαι»; Σας αφήνω να προβληματιστείτε !...


 
                                                  
  ΠΑΝΤΑ με ΑΓΑΠΗ
  Αναστ, Ι. Τριπολίτης
  Αγγειοχειρουργός


Υ.Γ: Γράφω αυτό το υστερόγραφο για δυο λόγους. Ο Πρώτος είναι για να τονίσω τον υπότιτλο του κυρίως κειμένου. «Θα τρίζουν τα κόκαλα του». Πράγματι θα τρίζουν με αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Κοντεύουμε να ξεχάσουμε την ιστορία μας! Και ο δεύτερος είναι διότι έχοντας το κείμενο μου στα χέρια μου για να το δώσω προς δακτυλογράφηση , παραλαμβάνοντας το ταχυδρομείο μου βλέπω στη σελ. 11 της «Χιώτικης Διαφάνειας» κείμενο με τίτλο «Ο Πάνος Καρασούλης ανήκει στην Ελλάδα, την ιστορία και την Δημοκρατία» με την υπογραφή του Γιώργου Φωτ. Παπαδόπουλου, με τον οποίο συμφωνώ απολύτως και από τον οποίον μορφώθηκα!... Υπάρχει όμως ένα «λαθάκι». Πρώτος Λιμενάρχης μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς ήταν ο πατέρας ου ο αείμνηστος Γιάννης Τριπολίτης με διευθυντή Αστυνομίας τον επίσης  αείμνηστο Αντώνη Γλύκα. Και οι δύο παραιτήθηκαν όταν ξέσπασαν κάποιες (δικαιολογημένες, εν μέρει) ασχήμιες (προπηλακισμός και βασανισμός του Ιορδάνη κλπ.). Αυτά τα γνωρίζω από τη λίγη παρέα που έκανα με τους αείμνηστους Καρασούλη και Γλύκα. Αυτά προς αποκατάσταση της αλήθειας και της μνήμης τους. 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου