ΑΧ ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΡΙΝΑΚΙΑ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ....
Αγαπητέ καλέ φίλε καπετάν Μιχάλη,
Για πολλοστή φορά κατάφερες να με ξαφνιάσεις ευφρόσυνα και μάλιστα
την πιο καλή ώρα αυτής της βάρδιας 04:00-08:00, τότε που το βαπόρι ησυχάζει,
ημερεύει από τα ζόρια της μέρας, τότε κάπου εκεί στο βάθος
αρχίζει να σηκώνεται ο ήλιος και να αχνίζει από τη ζέστα η κουβέρτα. Και τα
χελιδονόψαρα που πέσανε απρόσεχτα πάνω , αφήνουν το τελευταίο τους σπάραγμα.
Τα κρινάκια της άμμου που ανέφερες μαζί με το ταπεινό μου ποίημα,
με αναστάτωσαν.
Γιατί όποτε τα βλέπω αλλά και όποτε τα ονειρεύομαι, εντελώς
μαγικά-ντρέπομαι να πω αυτόματα γιατί χαλάω τη στιγμή-η λευκότητά τους με
συνεπαίρνει και η ευωδιά τους με ζαλίζει.
Κρινάκια της άμμου
Κάθε καλοκαίρι μα κάθε
καλοκαίρι, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου έχω ταυτίσει σχεδόν εμμονικά θα έλεγα τα κρινάκια της άμμου με τις
διακοπές, τη ραστώνη, το τραγούδι των τζιτζικιών, τη κατακόκκινη γλυκάδα του
καρπουζιού, το αλμυρό αποτύπωμα πάνω στος ώμους του αλατιού της θάλασσας, το
στιγμιαίο τύφλωμα της αντιλιάς πάνω σε ασβεστωμένο τοίχο σε κάποιο νησί.
Αλλά τα κρινάκια είναι το κάτι άλλο.
Η ταπεινή λευκότητά τους, η ευγενική ευωδιά που εκπέμπουν
ανακατεμένη με το σούρσιμο του κύματος πάνω στην άμμο, αυτή που αλλάζει διαρκώς
χρώματα με το πήγαινε έλα της άκρης κύματος που σκάει, με αφήνουν άφωνο και
εκστατικό.
Κάθομαι λοιπόν που λέτε παραδίπλα τους , σε διακριτική απόσταση και
τα παρατηρώ. Ενίοτε αφήνω τη φαντασία μου να καλπάσει , να τρέξει στην
ακτογραμμή, σαν το μικρό παιδί του πίνακα που ζωγράφισε ο Salvador Dali, που για να κάνει σκιά, πιάνει την επιφάνεια
της θάλασσας και σα σεντόνι τη σηκώνει ξεδιάντροπα.
Τις πιο πολλές φορές, σκύβω σαν να κάνω μετάνοια και σιωπηλά,
κρατώντας την αναπνοή μου. Αλλά χθες,
εκεί που σκεφτόμουν και ονειρευόμουνα στον ξύπνιο μου, εκεί που λες σαν να ήλθε
ένα πέπλο και με σκέπασε. Και ναι, ανάμεσα στον θρασύ φλοίσβο, που τραβολογάει
τα μικρά βότσαλα, ακούω: τον στοίχο του
Ν΄ Ψαλμού του Δαυίδ, του 50ου , αυτού της μετάνοιας. «Ραντιείς με υσσώπω και
καθαρισθήσομαι. Πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι...»
ΚΡΙΝΑΚΙΑ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ
Προς τον Άγιο
Φανούριο, λίγο πριν εκεί
ανάμεσα στους μύλους
και στην παλιά ηλεκτρική
ξεκάμπισαν των
κυμάτων ολόλευκα αρνάκια
και φύτρωσαν στην
άμμο ξαφνικά κάτασπρα κρινάκια
Ρίζωσαν στην άμμο να
βοσκάνε
του ήλιου τις
αχτίνες να ρουφάνε
να αναριγούν σε κάθε
ρίπισμα της λαβαντάρας
της Όστριας, του
Πουνέντη, του Γαρμπή και της αντάρας
Μένουν εκεί δα κι
αναμετρούνε
πόσα μύρια χίλια
κύματα περούνε
από το Βίντσι ίσαμε
του Οργινού τον κάβο
πριν καταντικρύ
τελικά απαγκιάσουνε στην άμμο
και η ευωδιά τους
μαγνήτης γίνηκε
τρελό πανηγύρι πάνω
τους ολούθε στήθηκε
τι βουητό από τούτο
το μελίσσι;
ξέφρενο στήσαμε οι
σφήγκες και οι λήτζες ξανά το ραβαΐσι
Γεώργιος Κανάκης
Για αυτή την
ευκαιρία αγαπητέ φίλε και τολμώ να πω συνάδελφε σε ευχαριστώ από καρδιάς και
σου εύχομαι, εκεί στη μυροβόλο Χιό να περνάς καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου