Πηγή εικόνας : http://www.lifo.gr/
Η προφητική και εξαίρετη παράσταση που δόθηκε στο παζάρι από
το ΔΗΠΕΘΕ πριν χρόνια, σε σκηνοθεσία του
Γ. Μπινιάρη για τους πρόσφυγες ήρθε στο μυαλό μου με αφορμή τις σημερινές
κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις στη πατρίδα μας.
Μια παράσταση που περιείχε τόσο ποιητικά το ανθρώπινο βαρύ
φορτίο των προσφύγων και την προσπάθεια να μπούμε μέσα στο ψυχισμό τους εμείς
οι βολεμένοι, για να τους
συμπαρασταθούμε αλλά και να εντοπίσουμε τις βαθύτερες ανθρώπινες αιτίες που οι
άνθρωποι αυτοί βρίσκονται δίπλα μας ξένοι και πρόσφυγες. Τη ίδια ώρα αναδείχνει
την γενικότερη αφασία που διακρίνει εμάς τους ενεργούς και ανενεργούς θεατές.
Κάνοντας την παράσταση σε ένα ιδιαίτερο χώρο, ( το παλιό
παζάρι, λαχαναγορά ) και με ένα τρόπο
που οι περισσότεροι από μας τους θεατές, νοιώθαμε μέρος της παράστασης. Αλλά
και αυτά που συμβαίνανε τριγύρω δένανε στη συνακολουθία του δράματος.
Το τελικό αποτέλεσμα και συμπέρασμα ήταν η κραυγαλέα
κοινωνική απουσία μας στην αντίληψη του φαινόμενου της προσφυγιάς. Αλλά και η αγωνιώδης προσπάθεια να δούμε το
φαινόμενο σαν μια φωτιά που καίει κοντά στο σπίτι μας και κάποια στιγμή θα
φθάσει να κάψει και το δικό μας. Και φαίνεται πως έφθασε η ώρα,.. μάλιστα με
πολύ άσχημο τρόπο. Γιατί οι κανονικοί πρόσφυγες μέσα από τον αγώνα τους να
επιβιώσουν, σφυρηλατούν και ισχυροποιούν την ταυτότητα τους και τις
παραδοσιακές αξίες τους για να αντέξουν. Εμείς χορτάτοι και εκφυλισμένοι, με
την ταυτότητα μας αλλοιωμένη, η και χαμένη, αποκομμένοι από το σώμα της
παράδοσης μας, φοβάμαι… κινδυνεύουμε να γίνουμε πρόσφυγες στον τόπο μας χωρίς
ταυτότητα και χωρίς προορισμό. Δεν θα ξέρουμε δηλαδή ποιοι είμαστε και που
πάμε.
Γιατί η είσοδος των προσφύγων από τον τρίτο κόσμο
(λαθρομεταναστών ) έχει μορφή επιδρομής
αν σκεφτούμε πόσοι εισέρχονται κάθε μέρα στη πατρίδα μας.
Και στη δύσκολη ώρα που περνάμε θα χρειαστεί να μοιραστούμε
τα ελάχιστα που θα μας αφήσουν, μαζί τους. Δεν ξέρω αν οι κρατούντες έχουν
σκεφτεί θεσμούς για το πώς θα γίνει αυτή η μοιρασιά της εξαθλίωσης
Αξίζει όμως και είναι επίκαιρο όσο ποτέ να παραθέσω
παρακάτω μια σύντομη περιγραφή της παράστασης τότε όπως είχε δημοσιευτεί στην
«Αλήθεια» με τίτλο
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΧΟΡΤΑΤΟΙ ( τίτλος του Γιάννη Τζούμα)
Ένα σαββατόβραδο μαζευτήκαμε καμιά εκατοστή άνθρωποι
χορτασμένοι
στο παζάρι για να δούμε μια παράσταση.
Ο χώρος διαμορφωμένος απλά και απέριττα.
Στο απέναντι μπαλκόνι γίνονταν κάποιο πάρτι και κάποιοι
νεαροί φωνασκούσαν αδιάκριτα.
Αυτοκίνητα και μηχανάκια γκάζωναν περνώντας
Ήρθε η ώρα κι άρχισε η παράσταση
Θέμα της οι πρόσφυγες , αυτοί που βιώνουν την προσφυγιά,
δίπλα μας κοντά μας, η κάπου κοντά μας.
Ο λόγος εξαιρετικά συμπυκνωμένος, ευτυχώς υπήρχαν κι
ακουγόντουσαν λέξεις κλειδιά που οδηγούσαν το συναίσθημα.
Υπήρχε κι όμορφη μουσική.
Σε μια στιγμή που το βιολοντσέλο πριόνιζε τις καρδιές μας
εκδηλώθηκε ένας αναιδέστατος τσαμπουκάς στο μπαλκόνι με το πάρτι,
καταπληκτικό δέσιμο της δικιάς μας πραγματικότητας, με την ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ.
Φαίνεται πως οι συντελεστές της παράστασης και ο σκηνοθέτης
να επιδίωξαν αυτή την παντρειά, για να φανεί ίσως αυτή η αναλογία .
Αν ήταν η δεν ήταν τόσο όσο έπρεπε δουλεμένη η παράσταση στην
προκειμένη περίπτωση δεν έχει σημασία.
Σημασία έχει η μεγάλη κι ολοφάνερη πνευματική της προέκταση.
Μια προέκταση που χαστουκίζει τα στημένα και επίπλαστα
πράγματα στην τέχνη.
Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία πλήττονται και
κινδυνεύουν όσο υπάρχουν πρόσφυγες, όσο κυκλοφορούν ανάμεσα μας η γύρω μας,
κρατούντες σφραγισμένη την ματωμένη καρδιά τους.
Οι ηθοποιοί κουβάλησαν για μια ώρα τον ρόλο τους μέσα στο
χώρο του παζαριού της χιώτικης λαχαναγοράς, ένα χώρο τριμμένο και σημαδεμένο
από τον καθημερινό ανθρώπινο μόχθο.
Εμείς οι θεατές άνθρωποι χορτασμένοι, τα κακομαθημένα παιδιά
στο μπαλκόνι, οι αδιάφοροι βιαστικοί περαστικοί οδηγοί των αυτοκινήτων, παίξαμε
άθελα μας ένα ρόλο που συμπληρώνει τέλεια την όλη αλήθεια .
Αυτό που συντελέστηκε από κοινού με τους ηθοποιούς στο παζάρι
, συντελείτε κάθε μέρα στη ζωή μας, δηλαδή γύρω μας .
Πρόσφυγες κι εμείς, αδιάφοροι, βολεμένοι, μέχρι να έρθει η σειρά της δικής μας προσφυγιάς.
ΜΑΚΑΡΙ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
ΑΝΕΠΑΙΣΧΥΝΤΑ ΕΙΡΗΝΙΚΑ,
και καλή απολογία ΣΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΜΑΣ.
Μανώλης Φύσσας